ἔξω

ἔξω
ἔξω adv. of place (s. ἔξωθεν; Hom.+).
pert. to a position beyond an enclosure or boundary, outside
funct. adverbially
α. w. a verb not signifying motion δεδεμένον πρὸς θύραν ἔ. tied at the door outside Mk 11:4. ἔ. εἶναι (X., An. 2, 6, 3; 7, 2, 29) ἔ. ἐπʼ ἐρήμοις τόποις ἦν 1:45; ἑστάναι ἔ. stand outside (Gen 24:31; Dt 24:11; Sir 21:23) Mt 12:46f; Mk 3:31 (cp. vs. 32); Lk 8:20; 13:25; GEb 121, 33; w. πρός and dat. πρὸς τ. θύρᾳ ἔ. J 18:16; πρὸς τ. μνημείῳ ἔ. 20:11; καθῆσθαι ἔ. Mt 26:69; προσεύχεσθαι ἔ. pray outside Lk 1:10; ἔ. ἔχειν τι have someth. free of uncovered shoulders Hs 9, 2, 4; 9, 9, 5; 9, 13, 8. The verb is to be supplied in pass. like Rv 22:15.
β. as a substitute for an adj. outer, outside (Pla., Phdr. 248a ὁ ἔξω τόπος. The same expr. BGU 1114, 5 [4 B.C.]; cp. POxy 903, 20 τὰς ἔξω θύρας). αἱ ἔ. πόλεις the foreign (lit. ‘outside’, i.e. non-Jewish) cities Ac 26:11; Hv 2, 4, 3. ὁ ἔ. ἡμῶν ἄνθρωπος our outer being (i.e. the body, as Zosimus 13: Hermet. IV p. 107, 16) 2 Cor 4:16 (s. ἄνθρωπος 5a); differently οἱ ἔ. ἄνθρωποι 2 Cl 13:1 (s. 3 below). τὸ ἔ. (opp. τὸ ἔσω) the outside (Thu. 7, 69, 4) 2 Cl 12:2, cp. vs. 4 (apocryphal saying of Jesus).
funct. as prep. w. gen. in answer to the question ‘where?’ outside (Thu. 8, 67, 2 al.; Num 35:5, 27; Jdth 10:18; 13:3; TestJob 28:8 ἔ. τῆς πόλεως; Jos., Ant. 13, 91; 101; Tat. 2, 1 ἀλαζονείας ἔ.) Lk 13:33. ἔ. τῆς παρεμβολῆς outside the camp Hb 13:11; 1 Cl 4:11 (cp. Ex 29:14 al.); Ac 28:16 v.l.; ἔ. τ. πύλης Hb 13:12 (Jos., Bell. 4, 360 ἔ. τῶν πυλῶν); ἔ. τῆς θύρας Hv 3, 9, 6; ἔ. τῆς οἰκίας 1 Cl 12:6 (cp. Josh 2:19).
pert. to a position outside an area or limits, as result of an action, out (Hom. et al.)
ἐξέρχεσθαι ἔ. go out(side) (Jos 2:19; cp. Ps 40:7) Mt 26:75; Lk 22:62; J 19:4, 5; Rv 3:12; ἐξῆλθεν ἔ. εἰς τὸ προαύλιον Mk 14:68. ἐξῆλθεν ἔ. πρὸς αὐτούς (cp. Gen 24:29; Judg 19:25) J 18:29. ἔ. ποιεῖν τινα take someone out Ac 5:34. ἄγειν J 19:4, 13. ἐξάγειν (Gen 15:5; Judg 19:25) Mk 8:23 v.l.; Lk 24:50; προάγειν Ac 16:30. βάλλειν (M. Ant. 12, 25 βάλε ἔξω) Mt 5:13; 13:48; Lk 14:35; J 12:31 v.l.; 15:6; 1J 4:18. ἐκβάλλειν (2 Ch 29:16) Lk 13:28; J 6:37; 9:34f; 12:31; Ac 9:40; Rv 11:2 v.l. δεῦρο ἔ. come out! J 11:43 (δεῦρο 1).
funct. as prep. w. gen in answer to the question ‘whither?’ out (fr. within), out of (Hom. et al.) ἀπελθεῖν ἔ. τ. συνεδρίου Ac 4:15. Likew. after ἐξέρχεσθαι (Polyaenus 3, 7, 3; cp. Jos., Ant. 8, 399) Mt 10:14; 21:17; Ac 16:13; Hb 13:13 (ἐξέρχ. ἔ. τ. παρεμβολῆς as Num 31:13); ἐκπορεύεσθαι Mk 11:19; ἀποστέλλειν τινά 5:10; ἐκφέρειν τινά (Lev 4:12) 8:23; βάλλειν τινά 2 Cl 7:4; ἐκβάλλειν τινά (Lev 14:40) Mt 21:39; Mk 12:8; Lk 4:29; 20:15; w. acc. to be supplied, Ac 7:58; ἀπορρίπτειν τινά Hv 3, 5, 5; σύρειν τινά Ac 14:19; ἕλκειν τινά 21:30; προπέμπειν τινά 21:5 (on ἕως ἔ. cp. 1 Km 9:26).
pert. to noninclusion in a group, on the outside, as subst. w. art. outsider οἱ ἔξω those who are outside (2 Macc 1:16; Petosiris, Fgm. 6 l. 206=the foreigners; fig. Thu. 5, 14, 3) of those who did not belong to the circle of the disciples Mk 4:11. Of non-Christians gener. (Iambl., Vi. Pyth. 35, 252 of non-Pythagoreans; Simplicius in Epict. p. 132, 6 those who are not ascetics) 1 Cor 5:12f; Col 4:5; 1 Th 4:12. οἱ ἔ. ἄνθρωποι those on the outside (as Lucian, De Merc. Cond. 21) 2 Cl 13:1.—DELG s.v. ἐξ. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔξω — out indeclform (adverb) ἔσσομαι sum. aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

  • έξω φρενών — περίφραση με σημασία επιθ. 1. (για πρόσωπα), που είναι έξω από τις φρένες του, έξω από τον εαυτό του, έξω από τη λογική, έξαλλος: Όταν τα άκουσε έγινε έξω φρενών. 2. (για πράγματα), εξωφρενικός, παράλογος, άνω ποταμών: Αυτά πουλες τώρα είναι έξω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἕξω — ἔχω check fut ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Έξω Boυνί — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Άνδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορθίου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Έξω Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 19 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, ΒΑ του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης …   Dictionary of Greek

  • Έξω Γωνιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 331 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται 9 χλμ. Ν του οικισμού της Θήρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Έξω Διδύμα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 76 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, στα Μαστιχοχώρια. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου …   Dictionary of Greek

  • Έξω Λακκώνια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 144 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται 7 χλμ. ΒΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου …   Dictionary of Greek

  • Έξω Μάνη — Τμήμα της Μάνης από τον Αλμυρό μέχρι το Οίτυλο. Λέγεται και Δυτική Μάνη και Αποσκιαδερή. Η υπόλοιπη Μάνη, η Ανατολική, αποτελεί τμήμα της πρώην επαρχίας Γυθείου. Η περιοχή Οιτύλου, Αρεόπολης, Πύργου Διρού έως τον όρμο Βαθύ ονομάζεται και Μέσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”